ἐμπείροις

ἐμπείροις
ἔμπειρος
experienced
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”